πιτσύλισμα — και πιτσίλισμα, το, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου … Dictionary of Greek
πιτσιλίζω — Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσυλίζω … Dictionary of Greek
πιτσυλάδα — και (δ. γρφ.) πιτσιλάδα, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] στίγμα τής επιδερμίδας, φακίδα, εφηλίδα … Dictionary of Greek
πιτσυλιά — και, δ. γρφ. πιτσιλιά, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] κηλίδα που οφείλεται σε πιτσύλισμα … Dictionary of Greek
πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») … Dictionary of Greek
πιτυλίζω — Α [πίτυλος] 1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω … Dictionary of Greek
πολυπάλακτος — ον, Α ραντισμένος με πολύ αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παλάσσω (Ι) «ραντίζω, πιτσυλίζω»] … Dictionary of Greek
προσπιτύω — Α πιτσυλίζω κάποιον με κρασί από το στόμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε προσπτύω] … Dictionary of Greek
προστιλώ — άω, Α πιτσυλίζω με ακαθαρσίες, κουτσουλίζω («πρὸς αὐτὼ τὠφθαλώ μου προσετίλησεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τιλῶ «τσιρλίζομαι»] … Dictionary of Greek
σιαλοπάλλαγος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σίαλον «σάλιο» + πάλ(λ)αγος (< παλάσσω «πιτσυλίζω»)] … Dictionary of Greek